- χαρακωτός
- η , ό[ν]1) линованный, расчерченный; полосатый; 2) нарезной, имеющий нарезку
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαρακωτός — ή, ό, Ν [χαρακώνω] αυτός που έχει γραμμές που έχουν γίνει με χάρακα, χαρακωμένος («χαρακωτό χαρτί»). επίρρ... χαρακωτά Ν με χάραξη γραμμών … Dictionary of Greek
χαρακωτός — ή, ό αυτός που έχει χαράγματα, αυτός που έχει γραμμές που χαράχτηκαν με χάρακα: Πήρε χαρακωτό τετράδιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)